αβαριάτος

αβαριάτος
-η, -ο
1. αυτός που έχει υποστεί αβαρία, ζημιά
2. (για εμπορεύματα) αυτός που προέρχεται από αβαρία
«σιτάρι αβαριάτο»
3. όποιος παρουσιάζει δείγματα ασυνήθιστης φθοράς που δεν οφείλονται σε κανονική χρήση
4. ατημέλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. avariato (= αυτός που έπαθε ζημιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αβαρία — Ζημιά πλοίου, είτε του ίδιου είτε του φορτίου του, στη διάρκεια του πλου του. Με ειδική νομοθεσία ρυθμίζονται όλα τα θέματα τα σχετικά με την α. Για να αποφευχθεί o αθέμιτος πλουτισμός σε βάρος εκείνων που διέτρεξαν τον κίνδυνο και υπέστησαν την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”