- αβαριάτος
- -η, -ο1. αυτός που έχει υποστεί αβαρία, ζημιά2. (για εμπορεύματα) αυτός που προέρχεται από αβαρία«σιτάρι αβαριάτο»3. όποιος παρουσιάζει δείγματα ασυνήθιστης φθοράς που δεν οφείλονται σε κανονική χρήση4. ατημέλητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. avariato (= αυτός που έπαθε ζημιά)].
Dictionary of Greek. 2013.